Μια μοριακή ανάλυση των συστημάτων ABO, Rh, Cromer, Diego, Kidd, Gil, Glob και Raph & των παθήσεων με τις οποίες συνδέονται

By Konstantina Bilali Panagiotidou - March 01, 2022


PDF


Στην παρούσα εργασία γίνεται μία μοριακή ανάλυση μερικών αντιγονικών συστημάτων του αίματος, και συγκεκριμένα των ABO, Rh, Cromer, Diego, Kidd, Gill, Glob και Raph. Δίνεται έμφαση στο γενετικό υπόβαθρο του κάθε συστήματος και παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία πληθυσμού σε όσα υπήρχε η αντίστοιχη βιβλιογραφία. Αναφέρεται επιπλέον η σύνδεση του εκάστοτε συστήματος με ορισμένες ασθένειες και παθήσεις, με μια έμφαση στον καρκίνο. Σε κάθε κεφάλαιο παρέχονται εικόνες μεταφρασμένες στα ελληνικά, και στα περισσότερα κεφάλαια έχουν δημιουργηθεί πίνακες. Οι πίνακες που δεν έχουν βιβλιογραφία, είναι φτιαγμένοι από τη συγγραφέα της εργασίας αυτής, που βασίστηκε στα στοιχεία που έχουν ήδη αναφερθεί. Τα συμπεράσματα στο τέλος συνοψίζουν την εργασία.

Το σύστημα ABO

 

Το σύστημα ABO ανακαλύφθηκε το 1900 από τον Karl Landsteiner, και αποτελείται από τέσσερα αντιγόνα Α, Β, Ο και ΑΒ[1]. Τα αντιγόνα αυτά είναι συνδεδεμένα σε ολιγοσακχαριδικές αλυσίδες [2] και εκφράζονται στις μεμβράνες των ερυθρών κυττάρων, στα κύτταρα των ιστών, στο σάλιο και στα σωματικά υγρά [1]. Οι αλυσίδες των ολιγοσακχαριδίων συνδέονται με πρωτεΐνες και λιπίδια, που βρίσκονται κυρίως στη μεμβράνη των ερυθρών κυττάρων [2].

Το ΑΒΟ σύστημα έχει τρία αλληλόμορφα, τα Α, Β και Ο. Τα Α και Β κωδικοποιούν το καθένα μια γλυκοζυλοτρανσφεράση που καταλύει το τελικό στάδιο στη σύνθεση του Α και του Β αντιγόνου αντίστοιχα. Οι πολυμορφισμοί που εμφανίζονται στο γονίδιο ΑΒΟ και συγκεκριμένα ο πολυμορφισμός Α/Β, καταλήγει τελικά σε δύο τρανσφεράσες, Α και Β, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους κατά τέσσερα αμινοξέα. Το αλληλόμορφο Ο κωδικοποιεί μια ανενεργή γλυκοζυλοτρανσφεράση, η οποία αφήνει το πρόδρομο αντιγόνο του ΑΒΟ, το Η, μη τροποποιημένο [2].

Ύστερα από μελέτες διαπιστώθηκε ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια της ομάδας Α αντιδρούσαν διαφορετικά σε ένα συγκεκριμένο αντίσωμα, το αντι Α1, γι’ αυτό η συγκεκριμένη ομάδα αίματος χωρίστηκε σε δυο φαινοτύπους, τον Α1 και τον Α2. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια με τον φαινότυπο Α1 αντιδρούν με το αντι-Α1 και αποτελούν περίπου το 80% της ομάδας αίματος Α. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια με τον φαινότυπο Α2 δεν αντιδρούν με το αντι-Α1 και αποτελούν περίπου το 20% της ομάδας αίματος Α. Αποδείχθηκε ότι υπάρχουν πολλές άλλες υποομάδες της ομάδας αίματος Α, στις οποίες τα ερυθρά αιμοσφαίρια τείνουν να εκφράζουν ασθενώς το αντιγόνο Α, ενώ οι ασθενείς παραλλαγές του φαινοτύπου της ομάδας αίματος Β είναι σπάνιες.

Το ανοσοποιητικό σύστημα κάθε ανθρώπου μπορεί να σχηματίσει αντισώματα εναντίων οποιωνδήποτε αντιγόνων του συστήματος ΑΒΟ, τα οποία δεν βρίσκονται στα ερυθρά του συγκεκριμένου οργανισμού. Επομένως, αντισώματα Α βρίσκονται στον ορό ατόμων ομάδας αίματος Β και Ο, ενώ τα αντισώματα Β βρίσκονται στον ορό ατόμων ομάδας αίματος Ο και Α. Άτομα με  ομάδα αίματος ΑΒ, η οποία είναι η πιο σπάνια, δεν έχουν ούτε αντισώματα Α ούτε αντισώματα Β στον ορό τους [2]Το σύστημα ΑΒΟ είναι μέγιστης σημασίας για τις μεταγγίσεις αίματος, αλλά και στην περίπτωση της αιμολυτικής νόσου των νεογνών. Η νόσος αυτή προκύπτει, όταν το έμβρυο έχει ομάδα αίματος Α ή Β, ενώ η μητέρα Ο. Τα αντισώματα Α και Β μπορούν να σχηματιστούν από άτομα με ομάδα αίματος Ο και τείνουν να είναι IgG, τα οποία μπορούν να διασχίσουν τον πλακούντα. Αντιθέτως, τα αντι-Α και αντι-Β που βρίσκονται στον ορό των ομάδων Β και Α τείνουν να είναι IgM. Σε περίπτωση λανθασμένης μετάγγισης, τα αντισώματα Α και Β συνδέονται με τα ερυθρά και ενεργοποιούν το συμπλήρωμα, με αποτέλεσμα να λύονται τα ερυθρά, ενώ βρίσκονται ακόμη στην κυκλοφορία [2]Το γονίδιο Η βρίσκεται στο χρωμόσωμα 9, περιέχει τρία εξόνια και κωδικοποιεί μια φουκοσυλτρανσφεράση, η οποία παράγει το αντιγόνο Η στα ερυθρά αιμοσφαίρια [2]. Είναι το δομικό στοιχείο για την παραγωγή των αντιγόνων του συστήματος ΑΒΟ. Η εμφάνιση του αντιγόνου Η ταυτίζεται με την ομάδα αίματος Ο [3]. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις εμφανίζεται έλλειψη του αντιγόνου Η [3]. Άτομα που είναι ομόζυγα στην έλλειψη αυτού (h/h) δεν παράγουν καθόλου το αντιγόνο Η και κατ’ επέκταση δεν παράγουν ούτε τα αντιγόνα Α και Β. Έτσι στον ορό τους παρατηρούνται αντισώματα Α, αντισώματα Β και αντισώματα Η. Ο φαινότυπος αυτός ονομάζεται φαινότυπος Bombay. Πρέπει  να δίνεται μεγάλη προσοχή σε αυτή την κατηγορία, διότι σε περιπτώσεις μετάγγισης πρέπει να μεταγγίζεται μόνο αίμα με ίδιο φαινότυπο (Bombay) [2].

   Έχει εμφανιστεί και ένας ακόμη φαινότυπος, ο para Bombay, όπου το αντιγόνο Η εκφράζεται ασθενώς στην επιφάνεια των ερυθρών κυττάρων, ενώ αντισώματα Η εμφανίζονται στον ορό [3].

Το γονίδιο Se (Fut2) βρίσκεται στο χρωμόσωμα 19, περιέχει δυο εξόνια [2] και κωδικοποιεί τη φουκοζυλοτρανσφεράση 2 [4] που εκφράζεται στα επιθηλιακά κύτταρα των εκκριτικών ιστών, όπως είναι οι σιελογόνοι αδένες, η γαστρεντερική οδός και η αναπνευστική οδός [2]. Το ένζυμο αυτό καταλύει την παραγωγή του αντιγόνου Η στις σωματικές εκκρίσεις. Άτομα που έχουν τουλάχιστον ένα αντίγραφο του γονιδίου Se (Se/Se ή Se/se)  μπορούν να εκκρίνουν το αντιγόνο Η, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με τον αντίστοιχο γονότυπο που υπάρχει. Άτομα που δεν έχουν κανένα γονίδιο Se (se/se) δεν παράγουν το αντιγόνο Η και κατ’ επέκταση δεν παράγουν αντιγόνα Α και Β [2] [4].

Φαινότυπος              Αντιγόνο Η          Αντίσωμα Η στον ορό      Δέχεται

Bombay

Όχι

Ναι

Bombay

Para Bombay

Ασθενώς/ οχι

Ναι

ParaBombay/Bombay

Se/se ή Se/Se

Ναι

Ναι

Ανάλογα τι ομάδα έχει ο αιμοδότης

se/se

Όχι

Ναι

Bombay (?)

Πίνακας 1.1: Οι φαινότυποι που δημιουργούνται από την παρουσία ή απουσία του αντιγόνου Η καθώς και του γονιδίου Se , και τι ομάδα αίματος μπορούν τα άτομα αυτά να δεχτούν.

 

Φαινότυπος             Αντιγόνο Η          Αντιγόνα               Αντισώματα στον ορό      Δέχεται

Α

Ναι

Α

Β

Α, Ο

Β

Ναι

Β

Α

Β, Ο

AB

Ναι

Α Β

Δεν έχει

Α,Β,Ο , ΑΒ

Ο

Ναι

Μόνο Η

Α, Β

Ο

Πίνακας 1.2: Οι φαινότυποι του συστήματος ΑΒΟ, τα αντιγόνα τους, τα αντισώματά τους στον ορό, και τι ομάδα αίματος μπορούν να δεχτούν.

 

Τα δεδομένα που έχουν προκύψει από το σύστημα ABO, έχουν προσφέρει μια ασφάλεια στις μεταγγίσεις καθώς και έθεσαν τα θεμέλια για τη διάγνωση και έρευνα διάφορων ασθενειών [5].


Το σύστημα Rh

 

Το σύστημα Rh διακατέχεται από μία μεγάλη πολυπλοκότητα [6] λόγω των πολυμορφισμών που εμφανίζει. Οι πρωτεΐνες Rh φέρουν τα αντιγόνα Rh, τα οποία εκφράζονται στην επιφάνεια των ερυθρών κυττάρων, μόνο εάν υπάρχει και η πρωτεΐνη RhAG, η οποία είναι μια γλυκοπρωτεΐνη της μεμβράνης των ερυθρών. Επομένως οι Rh πρωτεΐνες συνδέονται στενά με την RhAG [6][7]. Έχει παρατηρηθεί ομολογία στην αλληλουχία των αμινοξέων (περίπου 40%) των πρωτεϊνών Rh και RhAG, κάτι που υποδηλώνει μία προγονική σχέση μεταξύ αυτών των δυο.

Οι διακριτές πρωτεΐνες Rh περιέχουν τα αντιγόνα C ή c μαζί με τα E ή e και το D αντιγόνο [7]. Συγκεκριμένα, εμφανίζονται δυο γονίδια, το RHD και το RHCE, τα οποία συνδέονται. Έχουν παρατηρηθεί πολλές αριθμητικές ανακατατάξεις μεταξύ τους, οι οποίες παράγουν υβριδικά Rh γονίδια που κωδικοποιούν αντίστοιχα αντιγόνα. Μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί 49 διαφορετικά αντιγόνα Rh. Οι πρωτεΐνες RhD και RhCE είναι και οι δύο διαμεμβρανικές πρωτεΐνες πολλαπλής διέλευσης, που είναι ενσωματωμένες στη μεμβράνη των ερυθροκυττάρων. Η πρωτεΐνη RhCE κωδικοποιεί το αντιγόνο C/c και το αντιγόνο E/e, καθώς και πολλά άλλα αντιγόνα Rh, π.χ. Cw, Cx.  Η πρωτεΐνη RhD κωδικοποιεί το αντιγόνο D. Τα γονίδια Rh είναι 97% πανομοιότυπα και βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο στο χρωμόσωμα 1. Ο πολυμορφισμός D/d συνήθως προκύπτει από μια διαγραφή ολόκληρου του γονιδίου RHD, ενώ ο πολυμορφισμός C/c προκύπτει από τέσσερις πολυμορφισμούς ενός νουκλεοτιδίου, οι οποίοι προκαλούν τέσσερις αλλαγές αμινοξέων, μία από τις οποίες (S103P) καθορίζει την ειδικότητα του αντιγόνου C ή c. Ο πολυμορφισμός E/e προκύπτει από έναν μοναδικό πολυμορφισμό ενός νουκλεοτιδίου (676GC) που προκαλεί μια μόνο αλλαγή αμινοξέος (A226P) [6] [7].

Τα αντιγόνα Rh εμφανίζονται νωρίς κατά τη διάρκεια της ερυθροποίησης. Το αντιγόνο D συνδέεται με το 3% περίπου των BFU-E, με το 68% των CFU-E και με όλα τα ερυθρά τα οποία είναι πιο ώριμα. Η πρωτεΐνη RhAG είναι ανιχνεύσιμη στα προγονικά κύτταρα CD 34 του ομφάλιου λώρου. Τα αντιγόνα Rh αρχίζουν και εκφράζονται στα ερυθρά μετά την 6η εβδομάδα [7].

Τα αντιγόνα Rh είναι εξαιρετικά ανοσογόνα και αυτό οφείλεται στο ότι το αντιγόνο D διαφέρει από τα C/c και E/e κατά 35 αμινοξέα. Η πλειοψηφία των αντισωμάτων που σχηματίζονται κατά των αντιγόνων Rh είναι τύπου IgG και είναι ικανά να προκαλέσουν αιμολυτική νόσο νεογνών και ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα. Τα αντισώματα Rh μπορούν να δεσμεύσουν το συμπλήρωμα, και επομένως η καταστροφή των ερυθροκυττάρων γίνεται σχεδόν αποκλειστικά μέσω μακροφάγων στον σπλήνα (εξωαγγειακή αιμόλυση) [6]. Όπως προαναφέρθηκε τα αντιγόνα Rh είναι ανοσογόνα, ειδικά το αντιγόνο D, το οποίο μπορεί να προκαλέσει ανοσολογική απόκριση στο 80% των D αρνητικών ατόμων, όταν μεταγγιστούν με αίμα D θετικό. Για τον λόγο αυτό γίνονται εξετάσεις ρουτίνας αίματος στις μεταγγίσεις [6]. Αυτό όμως δεν μπορεί να λύσει ένα ακόμη σημαντικότερο πρόβλημα, που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μιας γυναίκας D αρνητικής, ενώ το έμβρυο είναι D θετικό [8].

Ο πιο κοινός φαινότυπος στους λευκούς, στους Ασιάτες και στους ιθαγενείς Αμερικανούς είναι ο RHDCe. Eνώ στους μαύρους, ο πιο κοινός φαινότυπος είναι ο RHDce. Φαινότυπος που είναι D αρνητικός (d) αφορά το 15% των  λευκών και οφείλεται σε διαγραφή του γονιδίου RHD, ενώ στους Αφρικανούς προκύπτουν και άλλοι δυο μηχανισμοί. Υπάρχει ένα ψευδογονίδιο RHD, που περιέχει έναν διπλασιασμό νουκλεοτιδίων και εισάγει ένα κωδικόνιο λήξης, και ένα υβριδικό γονίδιο RHD, που δεν παράγει το αντιγόνο D, ενώ παράγει ένα μη φυσιολογικό C αντιγόνο [6].

Το αντιγόνο D περιέχει πάνω από 30 επίτοπους και οι παραλλαγές του φαινοτύπου του προκύπτουν όταν οι επίτοποι αυτοί εκφράζονται ασθενώς [6]. O D weak φαινότυπος εμφανίζεται περίπου στο 0,2-1% των ανθρώπων [9] και ανευρίσκεται πιο λίγο πιο συχνά στους Αφρικανούς Αμερικανούς [6]. Προκύπτει συνήθως από μια διακοπή ενός αμινοξέος στη διαμεμβρανική περιοχή της πρωτεΐνης. Αυτό δημιουργεί μία διαταραχή στον τρόπο με τον οποίο η πρωτεΐνη RHD εισέρχεται στη μεμβράνη των ερυθρών κυττάρων, με αποτέλεσμα να μειώνεται η έκφραση της RHD [6]. Άτομα με αυτόν τον φαινότυπο ποσοτικής παραλλαγής δεν παράγουν αντι-D [7] και μπορούν να λάβουν D θετικό αίμα [6]. Ο φαινότυπος D partial προκαλείται από τη δημιουργία μιας υβριδικής πρωτεΐνης μεταξύ των RhD και RhCE, η οποία είναι παρόμοια με την RhD. Λόγω της μερικής ομοιότητάς τους, εισέρχεται στη μεμβράνη των ερυθρών, αλλά στην πράξη δεν έχει αρκετούς επιτόπους όπως η κανονική πρωτεΐνη. Τα άτομα αυτά, που έχουν μια ποιοτική τροποποίηση της πρωτεΐνης αυτής, δεν μπορούν να δεχθούν αίμα Rh D θετικό, καθώς θα σχηματιστούν αντισώματα D [6].

Αλλαγή Rh & λευχαιμίες 

Έχει δειχθεί ότι ασθενείς με οξεία ή χρόνια λευχαιμία, μυελοειδή μεταπλασία, πολυκυτταραιμία ή μυελοίνωση μπορούν να εμφανίσουν δυο πληθυσμούς ερυθρών αιμοσφαιρίων με διαφορετικού τύπου Rh. Εδώ η απώλεια του αντιγόνου Rh σχετίζεται με χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Συγκεκριμένα, ασθενής που έπασχε από χρόνια μυελογενή λευχαιμία εμφάνισε D αρνητικό για τρία χρόνια, ενώ είχε εκ γενετής D θετικό. Αυτό οφειλόταν σε μία διαγραφή βάσης στο εξόνιο 4 του RHD εξαιτίας μιας σωματικής μετάλλαξης[7] 


Το σύστημα Cromer

 

Το σύστημα ομάδας αίματος Cromer αποτελείται από αντιγόνα, τα οποία βρίσκονται πάνω στον παράγοντα DAF [10], μια μεμβρανική πρωτεΐνη που αναστέλλει το σύστημα του συμπληρώματος στην επιφάνεια του κυττάρου και προστατεύει τα κύτταρα από βλάβη που μπορεί να προκληθεί από την ασταμάτητη δράση του[11]. Συγκεκριμένα ο παράγοντας DAF αναστέλλει την ενεργοποίηση του συστατικού C3 του συμπληρώματος, και έτσι προστατεύει τα ερυθρά αιμοσφαίρια από τον σχηματισμό πόρων, που προκαλείται από το συμπλήρωμα και την τελική λύση τους [12]. Το σύστημα Cromer αποτελείται από οχτώ αντιγόνα υψηλής συχνότητας και τρία αντιγόνα χαμηλής συχνότητας. Κάθε αντιγόνο είναι προϊόν πολυμορφισμού ενός νουκλεοτιδίου στο γονίδιο DAF. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια των ατόμων με μηδενικό φαινότυπο Cromer, Inab, δεν έχουν τη μεμβρανική πρωτεΐνη DAF [11] ή έχουν μια μειωμένη σύνθεσή της. Διερευνήθηκε μια μελέτη για τη μοριακή βάση της μειωμένης έκφρασης DAF με αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης γονιδιωματικού DNA και RNA/cDNA που ελήφθη από μετασχηματισμένες από τον ιό Epstein-Barr λεμφοβλαστοειδείς κυτταρικές σειρές. Η ανάλυση της αλληλουχίας αυτού του φαινοτύπου έδειξε μία αντικατάσταση ενός νουκλεοτιδίου στο εξόνιο 2 του γονιδίου DAF και στην αντίστοιχη θέση στο cDNA, G314-->A με αποτέλεσμα Trp53-->Stop. Αυτή η περικοπή κοντά στο αμινοτελικό άκρο εξηγεί την πλήρη απουσία επιφανειακού DAF [14]. Παρόλα αυτά, τα άτομα δεν φαίνεται να παρουσιάζουν αυξημένη ευαισθησία στην αιμόλυση [13].

 

Αντιγόνα υψηλής συχνότητας                      Αμινοξύ

Ala227

Arg52

Ser199

Ile80

                            IFC

 

Leu82

                          UMC

Thr250

                          GUTI 

Arg240

SERF

Pro216

ZENA

His242

CROV

CROV

CRAM

Gln247

Πίνακας 3.1: Παρουσιάζονται τα αντιγόνα υψηλής συχνότητας του συστήματος Cromer και το αντίστοιχο αμινοξύ με τον επιπολασμό του. Στον πίνακα παρουσιάζονται και μερικά αντιγόνα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα.

 

Αντισώματα ενάντια των αντιγόνων Cromer εμφανίζονται σπάνια, αλλά όταν υπάρχουν, μπορούν να προκαλέσουν καταστροφή των μεταγγιζόμενων ερυθρών αιμοσφαιρίων. Παρόλα αυτά δεν έχει εμφανιστεί απόδειξη ότι υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης αιμολυτικής νόσου του νεογνού, που να σχετίζεται με τα αντισώματα αυτά, διότι ο πλακούντας αποτελεί μια πλούσια πηγή σε πρωτεΐνη  DAF που προέρχονται από το έμβρυο, το οποίο πιστεύεται ότι απορροφά τα αντισώματα [11].  Για παράδειγμα, όπως φαίνεται και στον πίνακα, το αντίγονο Dori ( ) είναι ένα από τα αντιγόνα υψηλής συχνότητας. Ο ορός μιας Εβραίας γυναίκας περιείχε αντίσωμα αντι-Dra, ενώ είχε φαινότυπο  . Τα αντισώματα παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των δυο εγκυμοσυνών της με τίτλο 256 έως 212. Μετά τη γέννηση κανένα μωρό δεν παρουσίασε αιμολυτική νεογνική νόσο [15]


Το σύστημα Diego 

Το σύστημα Diego περιλαμβάνει 22 αντιγόνα, από τα οποία τα τρία είναι υψηλής συχνότητας, ενώ τα υπόλοιπα θεωρούνται χαμηλής συχνότητας [16]. Τα αντιγόνα αυτά βρίσκονται στην πρωτεΐνη μεταφοράς ανιόντων ζώνης 3, η οποία βρίσκεται στη μεμβράνη των ερυθροκυττάρων [17]. H πρωτεΐνη αυτή εκφράζεται σε διάφορους ιστούς και εμπλέκεται στη μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα από τους ιστούς στους πνεύμονες. Επίσης βρίσκεται στα νεφρά, όπου εμπλέκεται στην έκκριση οξέος [16]. Το γονίδιο που κωδικοποιεί τα αντιγόνα Diego, SLC4A1, φαίνεται να φέρει πολλές μεταλλάξεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ερυθρά με ανώμαλη μεμβράνη αλλά και νεφρούς που είναι ελαττωματικοί στην έκκριση οξέος. Εμφανίζονται όμως και άλλες μεταλλάξεις, οι οποίες δεν οδηγούν στην εμφάνιση κάποια ασθένειας, αλλά σε μια νέα ομάδα αντιγόνων του συστήματος Diego [17].

Το γονίδιο που κωδικοποιεί τα αντιγόνα του συστήματος, βρίσκεται στο χρωμόσωμα 17 (17q21-22) και περιέχει 20 εξόνια. Υπάρχουν δυο αλληλόμορφα του γονιδίου, τα Dib και Dia, που προκύπτουν από έναν πολυμορφισμό νουκλεοτιδίου  (2561C→T). Τα αντίστοιχα αντιγόνα Dib και Dia διαφέρουν κατά ένα μόνο αμινοξύ. Ως πιο σημαντικά αντιγόνα του συστήματος αυτού θεωρούνται τα ,  και  [17].

Το αντιγόνο  εμφανίζεται σπάνια στους λευκούς και στους μαύρους, ενώ είναι σχετικά συχνό στους ινδιάνους της Νότιας Αμερικής και στους Ασιάτες Μογγολικής καταγωγής [18].

 

Ποσοστό εμφάνισης                              Φυλή

36%

Ινδιάνοι Νότιας Αμερικής

12%

Ιάπωνες

12%

Κινέζοι

0,01%

Λευκοί

0,01%

Μαύροι

Πίνακας 4.1: Το ποσοστό εμφάνισης του συγκεκριμένου αντιγόνου σε σχέση με την φυλή των ατόμων [17΄].

 

Ο φαινότυπος Di(a-b+) ανευρίσκεται σε μεγάλα ποσοστά στους μαύρους και στους λευκούς, αλλά και στους Ασιάτες (>90%) [17].

 

Φαινότυπος                    Φυλή

Di(a+b+)

<0,01% στους Μαύρους

<0,01% στους Λευκούς

10% στους Ασιάτες

Di(a+b-)

<0,01% στους Μαύρους

<0,01% στους Λευκούς

<0,01% στους Ασιάτες

Di(a-b-)

Έχει βρεθεί μόνο μια περίπτωση

 

 

Πίνακας 4.2: Φαίνονται οι πιο σπάνιοι φαινότυποι με σειρά κατάταξης και το ποσοστό τους στις αντίστοιχες φυλές. Το Di(a-b-) θεωρείται ότι είναι ο πιο σπάνιος φαινότυπος του συστήματος Diego καθώς έχει βρεθεί μόνο μια περίπτωση ανθρώπου που έχει αυτό το αντιγόνο [17].

 

Τα αντισώματα anti-  και anti-  έχουν συνδεθεί με την αιμολυτική νόσο των νεογνών αλλά και με αντιδράσεις μετάγγισης.  Η αιμολυτική νόσος των νεογνών λόγω αντισωμάτων Diego είναι πιο συχνό φαινόμενο στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Νότια Αμερική. Έχει δειχθεί ότι το anti-  μπορεί να προκαλέσει μέτρια εως σοβαρή αιμολυτική νόσο των νεογνών, ενώ το anti-  προκαλεί ήπια νόσο [17].

Μεταμόσχευση ήπατος & σύστημα Diego 

Μια 58χρονη γυναίκα που έπασχε από ηπατική ανεπάρκεια και χρειάστηκε μεταμόσχευση ήπατος είχε ομάδα αίματος κατά ABO μηδέν, και ήταν Di (a- b+) κατά το σύστημα Diego. Η 32χρονη κόρη της, που αποφάσισε να είναι η δότρια του ήπατος είχε και αυτή ομάδα αίματος μηδέν κατά ABO, ενώ στο σύστημα Diego είχε Di (a+ b+). Αφού πραγματοποιήθηκε η μεταμόσχευση ήπατος δεν παρατηρήθηκαν σημεία απόρριψης του μοσχεύματος. Αποδείχθηκε ότι η μεταμόσχευση ήπατος μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία σε άτομα που έχουν διαφορετική ομάδα αίματος κατά το σύστημα Diego [19].

Το σύστημα Kidd

 To σύστημα Kidd βασίζεται στην γλυκοπρωτεΐνη Kidd, που βρίσκεται στην μεμβράνη των ερυθρών και είναι ο μεταφορέας ουρίας των κυττάρων αυτών. Η μεταφορά γίνεται γρήγορα μέσα και έξω από τα ερυθρά, ενώ διατηρεί την ωσμωτική πίεση σταθερή αλλά και το σχήμα των ερυθρών [20]. Η γλυκοπρωτεΐνη εκφράζεται και στα νεφρά, όπου μεταφέρει και εκεί την ουρία.  Έχει αποδειχθεί ότι η γλυκοπρωτεΐνη αυτή είναι ένα προϊόν του SCL14A1, του μεταφορέα ουρίας 1 [21]. Το γονίδιο SCL14A1 που κωδικοποιεί τη γλυκοπρωτεΐνη Kidd βρίσκεται στο χρωμόσωμα 18, περιέχει 11 εξόνια, και έχει δυο συνεπικρατή αλληλόμορφα, τα  και , τα οποία προκύπτουν από πολυμορφισμό ενός νουκλεοτιδίου (838G→A) και διαφέρουν κατά ένα μόνο αμινοξύ [20].  Έχουν ανακαλυφθεί τρία αντιγόνα του συστήματος, τα ,  και Jk3. Τα δυο πρώτα θεωρούνται ότι είναι ένα ζευγάρι αντιγόνων που κωδικοποιούνται από διαφορετικά αλληλόμορφα του ίδιου γονιδίου, ενώ το τρίτο είναι υψηλής συχνότητας και εκφράζεται σε όλα τα άτομα εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις [22]

Οι πιο συχνά εμφανιζόμενοι φαινότυποι είναι τρεις , Jk(a+b-), Jk(a-b+),  Jk(a+b+). O πιο σπάνιος φαινότυπος είναι ο (Jk-null) Jk(a-b-) [20] και έχει μεγάλη κλινική σημασία, διότι τα άτομα αυτά παράγουν αντισώματα που στρέφονται εναντίον του Jk3 αντιγόνου [22]


 

Αντιγόνο                      Φυλή

Jka

92% στους Μαύρους

77% στους Λευκούς

73% στους Ασιάτες

Jkb

49% στους Μαύρους

74% στους Λευκούς

76% στους Ασιάτες

           Jk3

100% στους Μαύρους

100% στους Λεύκους

100% στους Ασιάτες

Πίνακας 5.1: Φαίνεται η συχνότητα του κάθε αντιγόνου στις τρεις φυλές[20].

 

Φαινότυποι                      Φυλή

Jk(a+b+)

41% στους Μαύρους

50% στους Λευκούς

49% στους Ασιάτες

Jk(a+b-):

51% στους Μαύρους

26% στους Λευκούς

23% στους Ασιάτες

Jk(a-b+)

8% στους Μαύρους

23% στους Λευκούς

27% στους Ασιάτες

JK(a-b-)

Πολύ σπάνιο στους Μαύρους

Πολύ σπάνιο στους Λευκούς

Πολύ σπάνιο στους Ασιάτες

Πίνακας 5.2: Φαίνεται η συχνότητα κάθε φαινοτύπου ανά φυλή. Το Jk(a+b+) είναι ο πιο συχνός φαινότυπος στους λευκός και στους Ασιάτες, ενώ ο Jk(a+b-) είναι ο πιο συχνός φαινότυπος στους Μαύρους [20].

 

Ο φαινότυπος Jk(a-b-) ονομάζεται και null φαινότυπος, κληρονομείται ως υπολειπόμενο γονίδιο και έχουν ενοχοποιηθεί γι’ αυτό αρκετές μεταλλάξεις.  Παρ’ ότι είναι ένας πολύ σπάνιος φαινότυπος, εντοπίζεται σε μικρά ποσοστά στον πληθυσμό της Πολυνησίας, με μια μετάλλαξη που προκαλεί απώλεια του εξονίου 6 από μεταγραφές του mRNA. Σε αυτή την περίπτωση, αν παραχθεί η πρωτεΐνη Kidd, δεν μπορεί να μεταφερθεί στη μεμβράνη των ερυθρών. Τα άτομα αυτά δεν εκφράζουν το αντιγόνο Jk3, ενώ σχηματίζουν αντισώματα εναντίον του Jk3. Τα ερυθρά τους έχουν φυσιολογικό σχήμα και φυσιολογικό κύκλο ζωής, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν ούρα στο μέγιστο βαθμό [20].

Τα kidd αντισώματα είναι συνήθως IgG και σπανιότερα IgM[20]. Είναι γενικά δύσκολο να ανιχνευθούν, και αυτό τα καθιστά επικίνδυνα στις μεταγγίσεις, όπου θεωρείται ότι αυτά είναι η αιτία σε καθυστερημένες αιμολυτικές αντιδράσεις μετάγγισης. Το αντίσωμα έναντι του  μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρες αντιδράσεις αιμολυτικής μετάγγισης, αλλά δεν έχουν εμφανιστεί σοβαρές περιπτώσεις καθυστερημένης αντίδρασης αιμολυτικής μετάγγισης. Ενώ έχει δειχθεί ότι το αντι-  ευθύνεται για σοβαρότερες περιπτώσεις καθυστερημένης αντίδρασης αιμολυτικής μετάγγισης[20]. Τα αντι-JK3 συμπεριφέρονται με τα  ή τα , καθώς διαθέτουν την ικανότητα να προκαλούν τόσο οξείες όσο και καθυστερημένες αντιδράσεις αιμόλυσης της μετάγγισης. Γενικά, αντισώματα εναντίον οποιουδήποτε από τα τρία αντιγόνα Kidd μπορεί να οδηγήσει σε αιμολυτική νόσο του νεογνού, αν και συνήθως τα συμπτώματα είναι ήπια [22].

 

Χρόνια νεφρική νόσος & σύστημα Kidd 

Πραγματοποιήθηκαν έρευνες που διερευνούσαν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ της απουσίας των αντιγόνων Kidd σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο. Έγιναν συγκρίσεις στους φαινοτύπους αλλά και στην κατανομή των αντιγόνων  και  και κάποια αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν συμπεριλαμβανόταν στους ασθενείς ο φαινότυπος null. Αυτό δείχνει ότι η απουσία   ή   δεν επηρεάζει την ανάπτυξη χρόνιας νεφρικής νόσου, παρ᾿ όλο που αρκετές αναφορές περιπτώσεων υποδηλώνουν έναν ρόλο του συστήματος Kidd στην επιβίωση του νεφρικού μοσχεύματος στις μεταμοσχεύσεις νεφρού [23].

Το σύστημα Gil 

Το σύστημα Gil περιέχει μέχρι στιγμής ένα μόνο αντιγόνο, το οποίο εντοπίστηκε στην πρωτεΐνη AQP3 [24], η οποία βρίσκεται στη μεμβράνη των ερυθροκυττάρων και έχει ιδιότητες διαύλου ύδατος [25]. Το γονίδιο AQP3 αποτελείται από έξι εξόνια κατανεμημένα σε περισσότερα από 7kb DNA και βρίσκεται στο ανθρώπινο χρωμόσωμα 9p13. Το γονίδιο κωδικοποιεί μια διαμεμβρανική πρωτεΐνη με 292 αμινοξέα που διαπερνάει την κυτταρική μεμβράνη έξι φορές [26].

Το αντιγόνο Gil έχει δειχθεί ότι είναι υψηλής συχνότητας, αλλά διαφέρει από όλα τα άλλα αντιγόνα υψηλής συχνότητας. Επιπλέον δεν έχει ακόμη αποδειχτεί αν το αντιγόνο Gil κληρονομείται [27]. Όλα τα αντισώματα εναντίον του αντιγόνου Gil που έχουν βρεθεί, φαίνεται να έχουν παραχθεί ως αποτέλεσμα της εγκυμοσύνης [24]. Συγκεκριμένα έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής πέντε γυναίκες με αντισώματα anti-Gil και όλες είχαν μείνει έγκυες τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τα μωρά που γεννήθηκαν είχαν ερυθρά που έδωσαν θετική άμεση Coombs χωρίς όμως κλινικά συμπτώματα αιμολυτικής αναιμίας. Φαίνεται ότι τα anti-Gil μπορεί να είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη αιμολυτικής αντίδρασης μετάγγισης, καθώς εργαστηριακές δοκιμές έχουν δείξει ότι δύο από τα αντισώματα αυτά μπορούν να καταστρέψουν τα μεταγγιζόμενα ερυθρά [27].

Ο φαινότυπος null υπάρχει, αλλά είναι εξαιρετικά σπάνιος [26]. Δύο μη συγγενικά άτομα ανέπτυξαν αλλοαντισώματα εναντίον του αντιγόνου Gil και μετά από αναλύσεις βρέθηκαν ότι είχαν έλλειψη της πρωτεΐνης AQP3. Η έλλειψη αυτή φαίνεται ότι προκαλείται λόγω μιας ομόζυγης μετάλλαξης που επηρεάζει την 5’ θέση ματίσματος του δότη του ιντρονίου 5 στο γονίδιο αυτό. Η μετάλλαξη οδηγεί στην παράλειψη του εξονίου 5 και δημιουργεί μια μετατόπιση πλαισίου και πρώιμο κωδικόνιο λήξης[28].

Η συχνότητα εμφάνισης του αντιγόνου Gil ανευρίσκεται συνήθως στο 100% στον πληθυσμό των χωρών Γερμανίας, Γαλλίας και Αμερικής. Το γεγονός ότι η πρωτεΐνη AQP3 είναι μία πολύ συχνά εμφανιζόμενη πρωτεΐνη στα ερυθρά δημιουργεί ερωτήσεις στο αν μπορούν να εμφανίζονται πολυμορφισμοί. Βρέθηκαν πέντε πολυμερισμοί νουκλεοτιδίου στο συγκεκριμένο γονίδιο σε μία ομάδα Αφρικανών παιδιών που είχαν περάσει ελονοσία. Οι τρεις αυτές μεταλλάξεις βρέθηκαν σε κωδική περιοχή του γονιδίου, αλλά ήταν συνώνυμες και δεν είχαν καμία επίδραση στα αμινοξέα της πρωτεΐνης [26].

 

 

Καρκίνος και σύστημα Gil 

Η απώλεια έκφρασης της AQP3 έχει πρόσφατα συσχετιστεί με τη χειρότερη πρόγνωση και επιβίωση στον καρκίνο ουροδόχου κύστης. Φαίνεται ότι η πρωτεΐνη συμμετέχει στην κυτταροτοξική απόκριση, στα παράγωγα νουκλεοσιδίων όπως είναι η γεμσιταβίνη, που χρησιμοποιούνται ως χημειοθεραπευτικοί παράγοντες. Επιπλέον, τα επίπεδα έκφρασής της μπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση καρκίνων όπως αυτού του παχέος εντέρου, του μαστού αλλά και του στομάχου. Τέλος μερικές έρευνες υποδεικνύουν ότι η AQP3 μπορεί να γίνει στόχος των καρκινικών θεραπειών [26].

 

Το σύστημα Glob 

Το σύστημα Glob περιέχει κυρίως το αντιγόνο P [29]. Το αντιγόνο αυτό αρχικά είχε ταξινομηθεί στο σύστημα P1PK, το οποίο περιλαμβάνει τα αντιγόνα P1, Pk NOR. Το αντιγόνο P μετακινήθηκε τελικά στο σύστημα Glob, όταν αποδείχτηκε ότι τα αντιγόνα Pi και P ήταν απλά συγγενικά[30]. Έχει αποδειχθεί ότι το αντιγόνο P σχετίζεται επίσης και με τα αντιγόνα Pk και NOR [29]. Σήμερα έχουν προστεθεί στο σύστημα Glob και τα αντιγόνα LKE και PX2[30]. Το γονίδιο B3GALT3 βρίσκεται στον μακρύ βραχίονα του χρωμοσώματος 3 (3q26.1). Έχει πέντε εξόνια, με την κωδική περιοχή να βρίσκεται στο τελευταίο. Το γονίδιο αυτό κωδικοποιεί το ένζυμο που συνθέτει το αντιγόνο P. Μέχρι στιγμής έχουν παρατηρηθεί 12 μεταλλάξεις σε αυτό, οι οποίες οδηγούν στην κατάργηση της συνθάσης P [30]. To αντιγόνο P έχει δομή γλυκολιπιδίου και βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως [29]. Αποδείχτηκε ότι τα γλυκολιπίδια είναι οι μοναδικοί φορείς του αντιγόνου P στα ερυθρά, καθώς αυτό δημιουργείται από την προσθήκη μιας Ν-ακετυλογαλακτοζαμίνης από μια 3-β ακετυλογαλακτοζαμινυλοτρανσφεράση χρησιμοποιώντας το αντιγόνο Pk ως πρόδρομο. Το ένζυμο αυτό είναι μια διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη με 331 αμινοξέα και πέντε θέσεις Ν-γλυκοζυλίωσης και βρίσκεται στη συσκευή Golgi. Το αντιγόνο P, πέρα από τα ερυθρά, εκφράζεται και σε μερικά άλλα κύτταρα όπως στα μεγακαρυοκύτταρα και στους ινοβλάστες, σε ιστούς μεσοδερμικής προέλευσης αλλά και στο εντερικό επιθήλιο. Η διαλυτή ουσία του P έχει ανιχνευτεί και στο πλάσμα. Το γονίδιο B3GALT3 εκφράζεται σε υψηλά επίπεδα στον εγκέφαλο και στην καρδιά, ενώ με μέτρια έκφραση στους πνεύμονες, στον πλακούντα, και λιγότερο στα νεφρά, στο ήπαρ, στον σπλήνα και στον στόμαχο [30].

Φυσιολογικά, το αντιγόνο P ανευρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια όλων των ατόμων. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες και περιλαμβάνουν τρεις σπάνιους φαινοτύπους, τους 1, 2 και p. Στον 1 λείπει το αντιγόνο P από την μεμβράνη των ερυθρών, ενώ ο 2 δεν έχει ούτε το αντιγόνο P ούτε το P1. Στον φαινότυπο p λείπουν τα αντιγόνα P1, Pk και P. Υπάρχει η περίπτωση να υπάρχει και ένας ακόμη φαινότυπος, όπου τα άτομα εμφανίζουν ένα Pweak ή Pκ weak αντιγόνο. Το P αντιγόνο θεωρείται ότι είναι ήδη καλά ανεπτυγμένο κατά τη γέννηση και είναι το πιο άφθονο ουδέτερο γλυκολιπίδιο στη μεμβράνη των ερυθρών με περίπου 15 x  αντιγόνα σε κάθε κύτταρο [30].

Τα αντισώματα ενάντια στο P αντιγόνο ανευρίσκεται στον ορό των ατόμων με τους σπάνιους φαινοτύπους[29] και είναι είτε IgM είτε IgG[30]. Έχουν θεωρηθεί ως αιτία για την αιμολυτική αντίδραση μετάγγισης, αλλά και για προβλήματα στις εγκυμοσύνες [29], όπως είναι η αιμολυτική αναιμία του νεογνού. Έχουν αναφερθεί και αυτόματες αποβολές σε μεγάλη συχνότητα σε γυναίκες με φαινοτύπους  1, 2 και p. Η αιτιολογία αυτού του φαινομένου φαίνεται να είναι η IgG φύση του anti-P αντισώματος, που επιτίθεται σε ορισμένα κύτταρα του πλακούντα. Έχει παρατηρηθεί ο σχηματισμός αυτοαντισωμάτων εναντίον του P ύστερα από ιογενείς λοιμώξεις [30].

Το αντιγόνο LKE σχηματίζεται με διαδοχικές προσθήκες ενός τμήματος της γαλακτόζης και του σιαλικού οξέος στο αντιγόνο P. Αντισώματα έναντι του LKE ανευρίσκονται στα άτομα που δεν έχουν το LKE αντιγόνο, αλλά το ένζυμο που είναι απαραίτητο για την σύνθεσή του δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί, και γι᾿ αυτό το LKE αντιγόνο παραμένει στην ομάδα GLOB. To anti-LKE είναι πολύ σπάνιο να υπάρξει. Υπάρχουν τρεις φαινότυποι του αντιγόνου αυτού, ο πολύ θετικός που ανευρίσκεται στο 80-90% του πληθυσμού, ο ασθενής θετικός στο 10-20% και ο αρνητικός στο 1-2% του πληθυσμού. Πέρα από τα ερυθρά, το αντιγόνο LKE εκφράζεται και στα ενδοθηλιακά κύτταρα, στα λεία μυϊκά κύτταρα, στους νεφρούς, στα αιμοπετάλια και στα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα [30].

Το αντιγόνο PX2 είναι ένα υψηλής συχνότητας αντιγόνο, ένα γλυκολιπίδιο, το οποίο ανευρίσκεται αρκετά συχνά στα ερυθρά κύτταρα του φαινοτύπου p. Σχηματίζεται από την προσθήκη 3-β-Νακετυλογαλακτοζαμινυλοτρανσφεράσης σε ένα πρόδρομο μόριο του αντιγόνου P. Φαίνεται ότι αυτό το αντιγόνο ανευρίσκεται σε υψηλά επίπεδα σε άτομα με φαινότυπο Pk1[30].

Καρκίνος & σύστημα Glob 

Έχει αποδειχθεί ότι το αντιγόνο P εκφράζεται στα κύτταρα του εμβρυικού καρκινώματος [30].

Το σύστημα Raph

 

Το σύστημα Raph αποτελείται από ένα μόνο αντιγόνο, το MER2 [31], το οποίο ανακαλύφθηκε το 1985 [32] και κατατάχθηκε στο σύστημα Raph το 2004 [31]. Αποδείχθηκε ότι το MER2 βρίσκεται στο CD151, που ανήκει σε μία ομάδα πρωτεϊνών που ανευρίσκονται συνήθως στα λευκοκύτταρα και χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για τον προσδιορισμό της ανάπτυξης και της λειτουργικότητας των Τ και Β κυττάρων [31]. Η πρωτεΐνη CD151 κωδικοποιείται από ένα γονίδιο που είναι μέρος της υπεροικογένειας διαμεμβρανών 4, γνωστής και ως τετρασπανίνης. Οι περισσότερες από αυτές τις πρωτεΐνες βρίσκονται στην κυτταρική επιφάνεια, έχουν τέσσερις υδρόφοβες περιοχές, και η λειτουργία τους περιλαμβάνει τη μεσολάβηση στη μετάδοση σημάτων όσον αφορά στη ρύθμιση της κυτταρικής ανάπτυξης, ενεργοποίησης, και κινητικότητας. Η CD151 είναι μια γλυκοπρωτεΐνη της κυτταρικής επιφάνειας και αλληλεπιδρά με ιντεγκρίνες και άλλες διαμεμβρανικές πρωτεΐνες της υπεροικογένειας 4. Εμπλέκεται επίσης σε κυτταρικές διεργασίες, όπως η κυτταρική προσκόλληση, η ρύθμιση και η λειτουργία της ιντεγκρίνης. Επιπλέον, ενισχύει την κινητικότητα των κυττάρων, την εισβολή και τη μετάσταση των καρκινικών κυττάρων [33]. Οι Τετρασπανίνες έχουν δυο εξωκυτταρικές και δυο ενδοκυτταρικές θηλιές και ένα μικρό ενδοκυτταρικό κυτταροπλασματικό Ν- και C- άκρο. Η πρώτη εξωκυτταρική θηλιά της ονομάζεται EC1 και είναι μικρή, ενώ η δεύτερη EC2 και είναι μεγάλη. Η EC2 θηλιά περιέχει κυστεΐνες που σχηματίζουν δυο δισουλφιδικούς δεσμούς. Συγκεκριμένα η CD151 είναι μια τετρασπανίνη με έξι κυστεΐνες στην EC2 [32]Η πρωτεΐνη CD151 είναι το πρώτο μέλος των τετρασπανινών που βρέθηκε στα ερυθρά, αλλά και σε ανώριμα ερυθρά στον μυελό των οστών. Όταν το ανώριμο ερυθροκύτταρο αρχίζει και ωριμάζει, η ποσότητα της CD151 στην επιφάνειά του αρχίζει και μειώνεται. Το αντιγόνο MER2 έχει βρεθεί στα κύτταρα του ομφάλιου λώρου, σε ενδοθηλιακά κύτταρα, στα νεφρά, στους μύες, στα κύτταρα Schwann, στα δενδριτικά κύτταρα, σε αιμοπετάλια, και στα μεγακαρυοκύτταρα [32].

Το γονίδιο της CD151 βρίσκεται στο χρωμόσωμα 11p15.5 και αποτελείται από 8 εξόνια και κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη με 253 αμινοξέα. Το αντιγόνο MER2 κληρονομείται με επικρατή τρόπο[32].Όσον αφορά στα αντισώματα εναντίον του MER2 έχουν γίνει ορισμένες έρευνες. Έγινε έλεγχος σε τρία άτομα που είχαν φαινότυπο Raph-null και anti-MER2. Τα δύο άτομα ήταν ομόλογα ως προς μία μετάλλαξη, μία προσθήκη ενός νουκλεοτιδίου στο εξόνιο πέντε. Η προσθήκη προκάλεσε μετατόπιση πλαισίου και οδήγησε στη δημιουργία κωδικονίου λήξης. Η μεταλλαγμένη πρωτεΐνη που προκύπτει έχει έλλειψη ενός σημαντικού μέρους της EC2 και έχει δυσκολία στο να φτάσει στην κυτταροπλασματική μεμβράνη. Ένα άλλο άτομο με ίδιο φαινότυπο βρέθηκε ότι ήταν ομόζυγος για έναν πολυμορφισμό ενός νουκλεοτιδίου στο νουκλεοτίδιο 533 στο εξόνιο έξι. Το αποτέλεσμα αυτής της μετάλλαξης είναι η ιστιδίνη έναντι της αργινίνης στο αμινοξύ 178. Παρόμοιες μεταλλάξεις βρέθηκαν και σε άλλα άτομα με τον φαινότυπο null. Η μειωμένη έκφραση του MER2 έχει συνδεθεί με την ύπαρξη και κληρονόμηση του In(lu). Ο φαινότυπος αυτός προκαλείται από μια μετάλλαξη στον υποκινητή EKLF, που είναι ένας παράγοντας μεταγραφής απαραίτητος για την έκφραση άλλων αντιγόνων ομάδων αίματος.  Άτομα τα οποία έχουν εμφανίσει αλλοαντισώματα εναντίον του MER2 δεν εκφράζουν το αντιγόνο σε κανέναν κυτταρικό τους τύπο [32].

Πειραματόζωα στα οποία έχει δημιουργηθεί ο φαινότυπος null παρουσίασαν αιμορραγία για αυξημένο χρόνο και μειωμένη ικανότητα πήξης, καθώς έχει αποδειχθεί ότι απαιτείται η πρωτεΐνη CD151 για τη ρύθμιση σχηματισμού θρόμβου [32].

 

 

Καρκίνος και CD151 

Έχει αποδειχθεί ότι η πρωτεΐνη CD151 συμμετέχει στην ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Επηρεάζει τόσο την αυτόνομη συμπεριφορά των κυττάρων όσο και την επικοινωνία με τα γειτονικά κύτταρα και το μικροπεριβάλλον. Συγκεκριμένα η CD151 ρυθμίζει την κυτταρική εξάπλωση των καρκινικών κυττάρων, την εισβολή της ενδοαγγείωσης του όγκου και τελικά της μετάστασης[34]. Υποδηλώνεται ότι η λειτουργία της είναι ακριβώς αντίθετη από αυτή των γονιδίων καταστολής της μετάστασης [35]. Ο μηχανισμός της βασίζεται στην ικανότητα της πρωτεΐνης να οργανώνει την κατανομή και τη λειτουργία πρωτεϊνών που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, όπως των ιντεγκρινών, υποδοχέων αυξητικών παραγόντων, και άλλων. Τελικά η πρωτεΐνη CD151 εκφράζεται στα καρκινικά κύτταρα και επιδρά στη διήθηση του όγκου. Με αυτά τα δεδομένα μπορεί να χρησιμεύσει ως προγνωστικός δείκτης και πιθανότατα ως στόχος αντικαρκινικής θεραπείας [34]. Επιπλέον, στοιχεία δείχνουν ότι η αυξημένη έκφραση της πρωτεΐνης αυτής συνδέεται με κακή πρόγνωση σε αρκετούς καρκίνους [32].

 

Συμπεράσματα 

Συνοψίζοντας τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, φαίνεται ότι τα συστήματα ABO, Rh, Diego, Kidd και Gill έχουν μεγάλη σημασία στις μεταγγίσεις αίματος αλλά και στην αιμολυτική νόσο του νεογνού. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στα αντισώματα του συστήματος Kidd, τα οποία είναι δύσκολο να ανιχνευθούν, κάτι που τα καθιστά πολύ επικίνδυνα. Από την άλλη, σχετικά με το σύστημα Cromer δεν υπάρχουν οι απαραίτητες ενδείξεις για το αν μπορεί να προκαλέσει κάποιου είδους αντίδραση στις μεταγγίσεις ή σε πιθανή ασυμβατότητα μητέρας και εμβρύου. Τέλος το αντιγόνο P του συστήματος Glob και η πρωτεΐνη CD151, πάνω στην οποία βρίσκεται το αντιγόνο του συστήματος Raph, εκφράζονται σε ορισμένα καρκινικά κύτταρα, κάτι που μπορεί να τα καταστήσει μόρια ανίχνευσης των καρκίνων αυτών. 


Βιβλιογραφία

 

[1] Eiji Hosoi

Biological and clinical aspects of ABO blood group system, 2008; 55(3-4):174-82. doi: 10.2152/jmi.55.174 -PubMed

[2] Laura Dean

Blood Groups and Red Cell Antigens, chapter 5 The ABO blood group, 2005

- PubMed

[3] Laura Dean

Blood Groups and Red Cell Antigens, chapter 6, Blood Groups and Red Cell, 2005Antigens -PubMed

[4] Susan T. Johnson, Jayanna Kay Slayten

Blood Group Antigens and Antibodies, 2018; Transfusion Medicine, Apheresis, and Hemostasis

[5] Maria Podbielska, Hubert Krotkiewski

ABO blood-group system: past and present, 2002; 56(4):439-60 -PubMed

[6] Laura Dean

Blood Groups and Red Cell Antigens, Chapter 7 The Rh blood group, 2005

PubMed

[7] Neil D. Avent, Marion E. Reid

The Rh blood group system: a review, 2000; 95 (2): 375–387 

[8] Asteray Assmie Ayenew

Prevalence of rhesus D-negative blood type and the challenges of rhesus D immunoprophylaxis among obstetric population in Ethiopia: a systematic review and meta-analysis, 2021; 2;7(1):8. doi: 10.1186/s40748-021-00129-3

-PubMed

[9] S Gerald Sandler, Leonard N Chen, Willy A Flegel

Serological weak D phenotypes: a review and guidance for interpreting the RhD blood type using the RHD genotype, 2017; 179(1):10-19. doi: 10.1111/bjh.14757 -PubMed

[10] D M Lublin, S Kompelli, J R Storry, M E Reid

Molecular basis of Cromer blood group antigens, 2000; 40(2):208-13. doi: 10.1046/j.1537-2995.2000.40020208.x -PubMed

[11] J R Storry, M E Reid

The Cromer blood group system, 2002; 18(4):95-103 -PubMed

[12] Francis J. Alenghat, David E. Golan

Functional Organization of Vertebrate Plasma Membrane, 2013; Current Topics in Membranes

[13] J.R. Storry, M.E. Reid, and M.H. Yazer

The Cromer blood group system,2019, Immunohematology, Journal

[14] D M Lublin, G Mallinson, J Poole, M E Reid, E S Thompson, B R Ferdman, M J Telen, D J Anstee, M J Tanner

Molecular basis of reduced or absent expression of decay-accelerating factor in Cromer blood group phenotypes, 1994; 15;84(4):1276-82 -PubMed

[15] N Rahimi-Levene 1, A Kornberg, G Siegel, V Morozov, E Shinar, O Asher, C Levene, V Yahalom

Persistent anti-Dra in two pregnancies, 2005; 21(3):126-8 -PubMed

[16] Dolores Figueroa

The Diego blood group system: a review, 2013;29(2):73-81 -PubMed

[17] Laura Dean

Blood Groups and Red Cell Antigens, Chapter 1The Diego blood group, 2005 -PubMed

[18] Cheong Tar Wei, Faisal Muti Al-Hassan, Norris Naim, Aishah Knight, and Sanmukh R. Joshi

Prevalence of Diego blood group antigen and the antibody in three ethnic population groups in Klang valley of Malaysia, 2013; 7(1): 26–28. doi: 10.4103/0973-6247.106725 -PubMed

[19] Tokihiko Sawada 1, Keiichi Kubota, Junji Kita, Tadashi Furihata, Yukihiro Iso, Masato Kato, Kyu Rokkaku, Mitsugi Shimoda

Liver transplantation in Diego blood disparity: a case report,2007; 27;83(4):510-3. doi: 10.1097/01.tp.0000254946.22928.97 –PubMed

[20] Laura Dean

Blood Groups and Red Cell Antigens, Chapter 10 The Kidd blood group, 2005

PubMed

[21] Janis R Hamilton

Kidd blood group system: a review, 2015;31(1):29-35 -PubMed

[22] Shaun Lawicki, Randal B Covin, Amy A Powers

The Kidd (JK) Blood Group System, 2017 ;31(3):165-172. doi: 10.1016/j.tmrv.2016.10.003 -PubMed

[23] Melca Maria Oliveira Barros

Kidd system antigens and kidney disease, 2017; oi.org/10.1016/j.bjhh.2017.07.004 

[24] Dawn M Rumsey 1, Delores A Mallory

GIL: a blood group system review, 2013;29(4):141-4 -PubMed

[25] AQP3 aquaporin 3 (Gill blood group) [ Homo sapiens (human) , 2022

[26] D.M. Rumsey and D.A. Mallory

GIL: a blood group system review, 2013;29:141–144 Immunohematology

[27] G L Daniels, E N Delong, V Hare, S T Johnson, P Y Lepennec, D Mallory, M J Marshall, C Oliver, P Spruell

GIL: a red cell antigen of very high frequency, 1998;14(2):49-52 -PubMed

[28] Nathalie Roudier, Pierre Ripoche, Pierre Gane, Geoff Daniels, Jean-Pierre Cartron, Pascal Bailly

AQP3 Deficiency in Humans and the Molecular Basis of a Novel Blood Group System, GIL, 2002; DOI:https://doi.org/10.1074/jbc.M208999200 -Journal of Biological Chemistry

[29] A Hellberg 1, J S Westman, M L Olsson

An update on the GLOB blood group system and collection, 2013;29(1):19-24 -PubMed

[30] Å. Hellberg, J.S. Westman, and M.L. Olsson

An update on the GLOB blood group system and collection, 2013;29:19–24 -Immunohematology

[31] M Hayes

Raph blood group system, 2014;30(1):6-10 -PubMed

[32] M. Hayes

Raph blood group system, 2014;30:6–10 -Immunohematology

[33] CD151 molecule (Raph blood group) [ Homo sapiens (human) ], 2022

[34] Rafal Sadej, Alicja Grudowska, Lukasz Turczyk, Radzislaw Kordek & Hanna M Romanska

CD151 in cancer progression and metastasis: a complex scenario, 2013 -Laboratory Investigation

[35] T Tokuhara, H Hasegawa, N Hattori, H Ishida, T Taki, S Tachibana, S Sasaki, M Miyake

Clinical significance of CD151 gene expression in non-small cell lung cancer, 2001;7(12):4109-14 -PubMed

 


 

 




  • Share:

You Might Also Like

0 comments